- ελμινθίαση
- η(ιατρ.), αρρώστια που οφείλεται στην ύπαρξη ελμίνθων (βλ. λ.) στα έντερα ανθρώπου ή ζώου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελμινθίαση — Παρασιτική μόλυνση του οργανισμού από έλμινθες (βλ. λ.), δηλαδή σκουλήκια που ανήκουν στην τάξη των τρηματωδών, των κεστωδών, των νηματωδών και των ακανθοκεφάλων. Στον άνθρωπο μπορεί το σκουλήκι να βρίσκεται είτε με τη μορφή τέλειου σκουληκιού… … Dictionary of Greek
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
έλμινθες — (helminthes). Γένος σκουληκιών, του αθροίσματος των νηματωδών, της οικογένειας των ασκαριδών. Στο γένος αυτό ανήκουν πολυάριθμα είδη, που ζουν παρασιτικά στα έντερα του ανθρώπου ή διαφόρων ζώων. Οι έ. προκαλούν την πάθηση του πεπτικού σωλήνα που… … Dictionary of Greek
ελμινθιώ — ( άω) (Α ἑλμινθιῶ) υποφέρω από ελμινθίαση … Dictionary of Greek
ελμινθοβότανο — το (Α ἑλμινθοβότανον και ἐλμιγγοβότανον) 1. βότανο που θεραπεύει την ελμινθίαση, ρεβιγγοβότανο 2. το ελμινθόχορτο … Dictionary of Greek
μύρμηγκας — και μέρμηγκας, ο (Μ μύρμηγκας και μέρμηγκας και μούρμουργκας) μυρμήγκι νεοελλ. μεγάλο μυρμήγκι μσν. στον πληθ. oἱ μύρμηγκες η ελμινθίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μύρμηξ, κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek
παραγονιμίαση — (Ιατρ.). Ελμινθίαση που προσβάλλει τα σαρκοβόρα ζώα, τους χοίρους και τον άνθρωπο, κυρίως στους πνεύμονες. Η μόλυνση αυτή, που απαντάται στην Κίνα, στην Κορέα και στην Ιαπωνία, οφείλεται στον τρηματώδη σκώληκα paragonimus ringeri, ο οποίος… … Dictionary of Greek